βαθυμετρία

βαθυμετρία
Κλάδος της ωκεανογραφίας που ασχολείται με τη μέτρηση του βάθους των ωκεανών, των θαλασσών και των λιμνών. Οι σχετικές συστηματικές έρευνες προσπαθούν επίσης να προσδιορίσουν –κατά το δυνατόν λεπτομερέστερα– και τη μορφολογία των πυθμένων. Αυτός ο τομέας των ερευνών παρουσιάζει ενδιαφέρον τόσο για την καθαρή επιστήμη (όπως στην περίπτωση του προσδιορισμού των τάφρων και των εξάρσεων των ωκεανών, σε σχέση με τη θεωρία του Βέγκενερ για την απόκλιση των ηπείρων) όσο και για τις πρακτικές του εφαρμογές (π.χ. για την ανεύρεση βυθών σε μικρά βάθη, κατάλληλων για την αλιεία κλπ.). Η τεχνική των ερευνών χρησιμοποιεί είτε ηχητικές βολίδες με υπερήχους είτε βαθύμετρα, συσκευές που αποτελούνται συνήθως από δύο μέρη, το ένα ελαφρύτερο και το άλλο βαρύτερο από το νερό. Το πρώτο, αφού φτάσει στον βυθό μαζί με το δεύτερο, επιστρέφει στην επιφάνεια σε χρόνο ανάλογο προς την απόσταση που διανύθηκε.
* * *
η
κλάδος της ωκεανογραφίας που ασχολείται με τη μέτρηση του βάθους των θαλασσών.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • βαθυμετρικός — ή, ό ο σχετικός με τη βαθυμετρία. [ΕΤΥΜΟΛ. < βαθυμετρία. Η λ. μαρτυρείται το 1890 από τον Κωνσταντίνο Μητσόπουλο στην εφημερίδα Προμηθεύς] …   Dictionary of Greek

  • -μετρία — (Α μετρία) β συνθετικό πλήθους επιστημονικών ιδίως όρων που προήλθαν στην Αρχαία από ουσιαστικά σε μέτρης ή μετρος (βλ. λ. μέτρο). Οι νεώτεροι όροι είναι συνήθως αντιδάνειοι και στα δύο συνθετικά (ακτινο μετρία, πρβλ. γαλλ. actino metrie γωνιο… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”